- αβασίλευτη δημοκρατία
- ηRepublik f
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
αβασίλευτος — η, ο 1.αυτός που δεν έχει βασιλιά για ανώτατο άρχοντα: Σήμερα στην Ελλάδα έχουμε αβασίλευτη δημοκρατία. 2. (για τον ήλιο και τα άστρα), αυτός που δεν έδυσε ακόμη: Η πούλια ήταν ακόμη αβασίλευτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβασίλευτος — η, ο (Α ἀβασίλευτος, ον) [βασιλεύω] αυτός που δεν κυβερνιέται, δεν εξουσιάζεται από βασιλιά. Ειδικότερα στη Νεοελληνική, ο όρος «αβασίλευτη δημοκρατία» δηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο ο ανώτατος άρχων δεν είναι κληρονομικός αλλά… … Dictionary of Greek